- Νεοζηλανδός
- ο, θηλ. Νεοζηλανδήο κάτοικος τής Νέας Ζηλανδίας ή αυτός που κατάγεται από τη Νέα Ζηλανδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Έβερεστ — Η ψηλότερη (8.856 μ.) κορυφή της Γης, στην οροσειρά των Ιμαλαΐων, στα σύνορα μεταξύ Νεπάλ και Θιβέτ. Γεωλογικά, ανήκει σε μία περιοχή που διασχίζεται από μία μεγαλόπρεπη τριτογενή συρρίκνωση, η οποία δημιούργησε και τις Άλπεις. Στη βάση του… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek